- χαλκεόκτυπος
- -ον, Α(για μάχη ή πόλεμο) αυτός κατά τον οποίο ακούγεται ή παράγεται θόρυβος από τη σύγκρουση χάλκινων όπλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκ[ο]-) + -κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἁρματό-κτυπος, χιονό-κτυπος].
Dictionary of Greek. 2013.